25 April, 2011

Οι κάποιοι.


Η νύχτα πετάει πάνω απ’ τους ανθρώπους,
Στα πρόσωπα τους ραμμένη η θλίψη- η μελαγχωλία.
Πρόβατα, ντυμένα με χρήματα.
Φοράνε μάσκες, γίνονται παλιάτσοι.
Κρύβουν τα πρόσωπα και τις αλήθειες τους.
Μακιγιάζ, make up, ψέματα.
Μεταμορφώνονται σε πινόκιο.

Κοροϊδεύει η νύχτα με το φεγγάρι.

Υπάρχουν και οι κάποιοι όμως.
Που ράψανε στα πρόσωπα τους τα όνειρα,
το χρώμα του ουρανού, τον αέρα.
Έκαψαν τις μάσκες και κυκλοφουρούν γυμνοί.
Χωρίς ψέματα και make up,
αλλά με χορούς και τραγούδια.
Τα ξωτικά, οι νεράιδες και ονειροπαρμένοι.

Αυτούς τους πήρε τα μυαλά η νύχτα
και το φεγγάρι τους χάρισε
λάμψη, πίστη και φτερά.

Εσένα;


Καμμένη "ψυχή".


Καίγεται η ψυχή,
καίγεται από πόνο
και μια σιωπή.
Μια φωτιά πράσινη
καταβροχθίζει ένα-ένα
κομμάτια του εγώ μου.

Στέκεται εκεί γυμνή,
χωρίς ψέματα και αλήθειες.

Το μόνο που έχει
είναι μάτια και ψυχή
που κοιτάνε τον ουρανό.

Βαθιά μέσα Της
όλες οι θύμησες γιορτάζουν.
Με μπαλόνια και τραγούδια,
με χορούς από άμμο.

Η βρύση έχει στερέψει
και τα δάκρυα Της δεν κυλάνε πια.
Από κάτω μια πέτρα κόκκινη
σφράγισε το στόμα Της.
Κι αυτή η σιωπή..
Της έλιωσε τα αυτιά.

Βροντές, αστραπές
από το ποτάμι πιο πέρα,
το κίτρινο.

Μια αστραπή που τράνταξε
τα σώματα των νεκρών
γέννησε μια φωτιά, πράσινη.

Με τη φλόγα της λυσσασμένη
τρώει τη ψυχή Της..
μα Αυτή γελάει.
Ένα γέλιο με χρώματα
απ’ τον ήλιου της νύχτας.

Δεν Έχει πια ψυχή
τη χάρισε στους ουρανούς.


Το κορίτσι των αστεριών..


Ένα σπίτι ποτισμένο από αναμνήσεις,
στις γωνιές του κρυμμένες οι ψυχές.
Στο πατάρι ένα βαθιά χαμένο μυστικό
και στα δωμάτια κενό.

Η αυλή με τα λουλούδια μετατράπηκε
σε παγίδες της Μαύρης Χήρας.
Χρόνια κάθεται εκεί και
περιμένει να χορτάσει τρόμο.

Οι εποχές έρχονται και φεύγουν,
Μα η θανατίλα του σπιτιού ακόμη
εκεί να χαμογελά μελαγχολικά και
να χορεύει με τη μοναξιά.

Οι τοίχοι αρχίζουν και λιώνουν
τα ξύλα αρχίζουν και γερνάνε
αλλά οι ψυχές και οι αναμνήσεις
τα κρατάνε ‘ζωντανά’.

Και η νύχτα είχε φτάσει,
έκλειψη φεγγαριού-
τα άστρα τραγουδούσαν μόνα τους
τραγούδια της ζωής.

Ένα μικρό κορίτσι με φόρεμα
φτιαγμένο απ’ τις ακτίνες του ήλιου,
πάτησε στην αυλή της μαύρης χήρας..

Τις ακτίνες του ήλιου της έφαγε
το σκοτάδι, ο πόνος.
…………………………………
Κι όμως μια μικρή ακτίνα επέζησε.
Επέζησε για να βασανιστεί ξανά..
Οι ψυχές ξύπνησαν.

Έντυσαν το μικρό κορίτσι με το φόρεμα
της νύχτας, με ύφασμα απ’ τον ουρανό.
Το σώμα της ήταν ζωντανό
μα η ψυχή της είχε χαθεί στην άβυσσο.

Αιώνες μετά,
κι ακόμη ακούω την κραυγή της μικρής.
Ακούω τη φωνή της να σιγοτραγουδάει
τραγούδια της ζωής.
Μαζί με τα αστέρια.


02 April, 2011

Ταξίδι Ψυχής.



Παγιδευμένη μέσα σε ένα δωμάτιο
άψυχο, λευκό.
Χωρίς παράθυρα, χωρίς πόρτες.
Τόσο τεράστιο γεμάτο τίποτα.

Ο χρόνος τρέχει.. μα δεν μ΄ αγγίζει.
Γιατί πλέον έχω γίνει ένα με το τίποτα.

Όποτε κλείνω τα μάτια μου εξαφανίζομαι,ταξιδεύω.

Περνάω από το νεκροταφείο των ζωντανών,
αφίνω πίσω αμέτριτα μπαούλα αναμνήσεων,
πετάω μαζί με τις ψυχές των αιώνων,
ξεπερνάω και το μονοπάτι των μουγγών φωνών.

Τώρα είμαι εδώ.
Μόνη με το νέο λαμπρό Άρχοντα
που βασιλεύει όταν ο ήλιος κοιμάται.
Ο ήχος του μυστηρίου του και η σκοτεινή του θέα
με γοητεύουν όπως κάθε φορά.
Κάθομαι και το απολαμβάνω.

Μα κάτι με ενοχλεί..
το άψυχο λευκό είναι πάλι εδώ.

Ανοίγω τα μάτια και εμφανίζομαι.
Να, αυτό το τεράστιο τίποτα που
προσπαθέι να με φοβίσει.

Κι όμως..
ξέρω πως κάποτε το δικό μου ταξίδι θα γίνει αληθινό
γι΄αυτό δεν σε φοβάμαι άψυχο λευκό..