08 June, 2012

Ουρλιάζω


Θυμάσαι τον βαρκάρη που κάθε πανσέληνο,
πήγαινε στο βουνό μακριά
απ’ την πόλη;

Καθόταν μέχρι τις τρεις λέγανε,
και σκορπούσε τη θλίψη του
μ’ ένα ουρλιαχτό λύκου.

Ποτέ του δεν έκλαψε,
ποτέ του δεν ξέχασε.
Το μόνο που έκανε
ήταν να περιμένει.

Ο πόνος στα μάτια του
τον έκανε να διαφέρει..

Για παρέα είχε
τη θάλασσα,
το φεγγάρι,
τ’ αστέρια,
το αίμα απ’ τις κραυγές του.

Ποιος να ‘ξερε τι πέρασε.
-κανείς-
Ούτε θα μάθει ποτέ κανείς.

Το μόνο που ξέρουν είναι
το  ουρλιαχτό του.

Το ουρλιαχτό ενός λύκου
που έχει χαθεί τώρα,
μέσα στους διαδρόμους
του μυαλού μου.

Ουρλιάζει,
πάνω στο λόφο.
Ουρλιάζει,
κάτω απ’ το φεγγάρι.
Ουρλιάζει,
μακριά απ’ τη πόλη.
Ουρλιάζω.