08 June, 2012

γαλάζια πεταλούδα


Ο άνεμος έπαιρνε μαζί του τα μακριά μαλλιά της
που ‘χαν χρώμα μαύρο, όπως ήταν κι η ψυχή της.
Μαύρο, γιατί δεν μπόρεσε να νικήσει τον εαυτό της.

Τραγουδούσε με τον ήχο των κυμάτων.
Τα κόκκινα χείλη της θύμιζαν αίμα.
Κόκκινο, σαν το πάθος που είχε για ελευθερία.

Τα μάτια της έλαμπαν, όταν κοίταζαν τις πεταλούδες.
Μάτια που μέσα έβλεπες τη γαλήνη της θάλασσας.
Γαλάζια- λησμονούσε να πετάξει στον ουρανό.

Μόνη μαζί με τη σκιά της,
ζούσε μια ζωή φυλακισμένη.
Μα περίμενε..
το όνειρό της να ξυπνήσει.

Πέρασαν χρόνια, αιώνες.
Και περίμενε.. βλέποντας
τη θάλασσα
να της πνίγει το εγώ.

Μα μια μέρα,
κόκκινα σύννεφα
γέμισαν τον ουρανό.
Το όνειρο ξύπνησε.

Απ’ το βράχο εκεί που
κοίταζε τη θάλασσα
την ρούφηξαν τα κύματα.

Με ένα χαμόγελο γλυκό
έγινε ένα με τους ωκεανούς.

Και η ψυχή της
ήταν ελεύθερη
να πετάει κι αυτή
σαν πεταλούδα.


Ουρλιάζω


Θυμάσαι τον βαρκάρη που κάθε πανσέληνο,
πήγαινε στο βουνό μακριά
απ’ την πόλη;

Καθόταν μέχρι τις τρεις λέγανε,
και σκορπούσε τη θλίψη του
μ’ ένα ουρλιαχτό λύκου.

Ποτέ του δεν έκλαψε,
ποτέ του δεν ξέχασε.
Το μόνο που έκανε
ήταν να περιμένει.

Ο πόνος στα μάτια του
τον έκανε να διαφέρει..

Για παρέα είχε
τη θάλασσα,
το φεγγάρι,
τ’ αστέρια,
το αίμα απ’ τις κραυγές του.

Ποιος να ‘ξερε τι πέρασε.
-κανείς-
Ούτε θα μάθει ποτέ κανείς.

Το μόνο που ξέρουν είναι
το  ουρλιαχτό του.

Το ουρλιαχτό ενός λύκου
που έχει χαθεί τώρα,
μέσα στους διαδρόμους
του μυαλού μου.

Ουρλιάζει,
πάνω στο λόφο.
Ουρλιάζει,
κάτω απ’ το φεγγάρι.
Ουρλιάζει,
μακριά απ’ τη πόλη.
Ουρλιάζω.