23 July, 2011

ένα ποτήρι δάκρυα.


Διψάω. Διψάω για ζωή.
κι έτσι το κάθε μου δάκρυ
γεμίζει το ποτήρι.
Το κάθε μου δάκρυ
από τα παλιά, από το τώρα.

Όπως εκείνο το καράβι
που έτρωγε λαίμαργα
το ηλιοβασίλεμα.
Βούλιαζαν τα μάτια μου
μέσα στα χρώματα
εκείνου του ουρανού.
Μέσα στη θάλασσα
γεννήθηκε ένα γαλάζιο δάκρυ.

Το βράδυ όπου γνώρισα
την μοναξιά και τις σκιές-
συνοδευμένες απ’ τη νύχτα.
Σιγοτραγουδούσαν τον αέρα
και χόρευαν τα νεκρά δέντρα.
Από ψυχοπαθητικό γέλιο
βγήκε ένα τρελό δάκρυ.

Θυμάμαι ακόμη, τις κραυγές τους.
Εκείνων που δεν έμαθα
ποτέ το όνομά τους.
Κραυγές πόνου-απόγνωσης
εισέβαλαν με πόνο
στο μυαλό μου.
Ο πόνος που ξέβγαλε
ένα μαύρο δάκρυ.

Έπεσα.
σε μια αγκαλιά σκοτεινή.
Άγνωστη και μυστήρια.
Ζεστή σαν τη φωτιά
στο τζάκι, τον χειμώνα.
Τόσο ζεστή που με έκαψε.
Και η φωτιά μου χάρισε
ένα μελαγχολικό δάκρυ.

και γεμίζει το ποτήρι
σταγόνες ζωής..




05 July, 2011

το καράβι.


Είσαι εκεί. Κρατώντας μια ψυχή στα χέρια σου- κοιτάζετε το πουθενά, χαμογελώντας. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου και όλα χάνονται. Όνειρο ή ανάμνηση; Μια ανάμνηση από όνειρο..

Μια θάλασσα και ένας ουρανός. Ντύνονται πορτοκαλί για να χαιρετήσουν τον ήλιο. Πάνω στην αμμουδιά κάθεται και η ζωή. Οι ακτίνες του ήλιου ζεσταίνουν τα όνειρά της. Εκεί στα κύματα επιπλέει ένα μικρό καράβι.
-Θα θελες να κυριαρχήσεις τη θάλασσα ή να σε κυριαρχήσει αυτή; ρώτησε η μικρή Ζωή κοιτάζοντας επίπονα τα κύματα.
-Η θάλασσα με έχει κυριαρχήσει ήδη. Είναι το χρώμα του ονείρου μου, το μοναδικό μου όνειρο, απάντησε το καράβι αγκαλιάζοντας τη θάλασσα. Εγώ απλώς την εξερευνώ μέχρι να με φάει.
Για λίγο βασίλεψε ο ήχος των κυμάτων που φιλά στην άμμο. Χρυσή η άμμος απ’ τον ήλιο.. Η μικρή Ζωή κόντεψε το καράβι και του χάρισε ένα δάκρυ.
-Μα γιατί; πες μου γιατί.. πανικοβλήθηκε το καράβι.
-Μόλις σου έδωσα μια μικρή ελπίδα για να ζήσεις το όνειρό σου, χάιδεψε το καράβι η μικρή.
Βασίλεψε πάλι η σιωπή. Με τη μυρωδιά της θάλασσας, μπερδεύτηκαν τα όνειρα τους κι έγιναν ένα.
-Δεν θα φύγω ακόμη, ψιθύρισε το καράβι και χάρηκε η Ζωή.