19 June, 2011

OPEN YOUR EYES. (photos)

 













Καθρεύτης.


Το βλέπω.
Ένα αδέσποτο σκυλί περιπλανιέται
σ' ένα πράδινο δάσος το βράδυ.
Παίζει, τρέχει, γελά. Νιώθει ελεύθερο.

Ακούει τη σιωπή που χορεύει με τα λουλούδια
και χορεύει μαζί τους.
Βλέπει τις νύμφες του δάσους που πετάνε
και πετάει μαζί τους.

Συναντά τον ουρανό και γίνονται φίλοι.
Συναντά το φεγγάρι και γίνονται φίλοι.
Συναντά τα αστέρια και γίνονται φίλοι.
Συναντά ένα καθρεύτη και γίνεται ο φόβος του.

Τα πάντα πια του φένονται πανέμορφα.

Το πρωί, ανοίγει τα μάτια,
μα δεν βλέπει τίποτα. Όλα έχουν χαθεί.
Το μόνο που βλέπει είναι
ένας καθρεύτης και ένα κλουβί.

Το κλουβί το περικυκλώνει
και στο καθρεύτη.. βλέπω εμένα.


14 June, 2011

.έτσι ειν' ο άνθρωπος..


Πόσο μικρή είναι η ύπαρξή μας προς το σύμπαν; Πόσα χάνουμε παγιδεύοντας τον εαυτό μας σε κλουβιά, κλειδώνοντας το μυαλό μας σε μια οθόνη; Το σύμπαν σου απλώνει το χέρι, μα εσύ κοιτάς το κλουβί σου. Ένα κλουβί φτιαγμένο από λάσπη που ονομάσανε χρήμα. Ο χρόνος περνάει.. ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΣΟΥ ΦΩΝΑΖΕΙ.

Η μικρή Ζωή καθόταν και χάιδευε το μικρό σκυλάκι της. Εκείνο μαγευόταν με το άγγιγμα της.. Του σιγοτραγουδούσε τραγούδια που έμαθε απ’ τα ψάρια και το μικρό της πετούσε. Πετούσε μέσα στις θάλασσες, γνώριζε νεράιδες και γοργόνες..
-Αυτά τα κόκκινα μάτια είναι που θα με λιώσουν μια μέρα! Ξέρεις.. άρχισε να λέει και η όψη της σοβάρεψε. Νομίζω πως αν μείνεις εδώ, θα καταλάβουν πως δεν είσαι γήινος. Οι άνθρωποι είναι παράξενοι. Έχουν τη πικράδα των λεμονιών, είναι εγωιστές και άπληστοι.
Η μικρή τότε κοίταξε το κενό. Τα μάτια της φώναζαν μα η μιλιά της χαμογελούσε πικρά και μελαγχολικά.
-Δεν δέχονταν το διαφορετικό. Θέλουν να είναι όλοι ίδιοι. Φοβούνται.. Φοβούνται πως το διαφορετικό θα τους φάει και πως αυτοί θα είναι απ’ έξω. Θα σε πάρω κάπου μακριά απ’ τους ανθρώπους μικρό μου.. Απόψε, θα μιλήσω με το αστέρι μου.


Το σκοτάδι για παρέα.


Όταν το σκοτάδι σε διαλέξει
όπου και να πας θα σε τρέξει.

Το μόνο που μπορείς
είναι να συμβιβαστείς.
Το μαύρο στη ζωή σου βάλε
και τα χρώματα πια θάψε.

Η μυρωδιά σου θα ελκύει τους νεκρούς
μα θα διώχνεις τους ανθρώπους
θα σου ψυθιρίζουν στ’ αυτί
με τη βουβή τους τη φωνή.

Και ο φόβος με το τρόμο,
ποτέ δε θα σε αφήνουν μόνο.
Τις ψυχές θα ‘χεις παρέα
θα τις νιώθεις στον αέρα.

Τώρα πια είσαι ένας ζωντανός – νεκρός
και όχι δεν είσαι ελεύθερος.
Πάντα χίλια μάτια θα σε κοιτάνε
θα μπορούν να σου μιλάνε.

Σου ρουφάνε το αίμα,
σου χαρίζουν ψέμα.
Τι να κάνεις τέτοια «ζωή»
που ‘ναι ήδη νεκρή;

Χρόνο δεν έχεις να παλέψεις
τόπο δεν έχεις να κρυφτείς.
Τα μάτια απλά κλείσε

και τη ψυχή σου άφησε..