Καίγονται τα μάτια
μου
βλέποντας το κερί
να λιώνει..
Γινόμαστε σαύρες
απ’ τη ζέστη
χαμένες σε μια
έρημο απ’ αστέρια
απλά κινούμαστε
προς την
άβυσσο
Τα απομεινάρια από
ζωή
που υπήρχαν σ’
αυτή τη πόλη
νεκρώθηκαν σαν
αγάλματα
ενός κέρινου
μουσείου
Την ελπίδα.. την
πήρανε οι άνεμοι
σε ένα νησί
ξεχασμένο από ανθρώπους.
Σέρνονται τα φίδια
και τα δέντρα εκεί
ανάμεσα στα χέρια
μας
τα πόδια μας
την αναπνοή μας
Και μείναμε εμείς
ναυαγοί στην έρημο
χωρίς πνοή
και σκιά
στην μοίρα ενός
ήλιου
που λιώνει σαν κερί
Δεν περιμένω την
ελπίδα
να με πάρει
στα φεγγαρόφωτα
νησιά
Δεν περιμένω απ’
τα αστέρια
να μου δείξουν
την απρόσμενη
άβυσσο
Δεν περιμένω
τίποτα
Μα
κυνηγάω την ελπίδα
καβαλώντας αστέρια
σαν μανιασμένη
σαύρα.